- υποδόριος ιστός
- (Ανατ.). Χαλαρός συνδετικός ιστός, που βρίσκεται αμέσως κάτω από το δέρμα σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος. Το πάχος του ποικίλλει ανάλογα με την ανατομική περιοχή, τη δίαιτα, το φύλο και τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων· βρίσκεται γενικά σε μεγάλη ποσότητα στους γλουτούς, στην κοιλιά και στο στήθος, περισσότερο στη γυναίκα παρά στον άντρα. Στον υ.ι. υπάρχουν ειδικά πολυάριθμα λιποκύτταρα συναθροισμένα σε λοβία, που χωρίζονται μεταξύ τους από δέσμες συνδετικού ιστού, οι οποίες σχηματίζουν ένα είδος δικτύου· οι δέσμες αυτές προσφύονται προς την επιφάνεια στη βαθύτερη στοιβάδα του δέρματος και προς το εσωτερικό στις διάφορες μυϊκές περιτονίες. Στον υ.ι. περιέχονται αδένες, αγγεία, νεύρα και μύες, τόσο λείοι όσο και ραβδωτοί. Ανώμαλη κατανομή υ.ι. μπορεί να γίνει από υπερβολική συσσώρευση λίπους σε περιοχές όπου ήδη αφθονεί ή από πραγματικές λιπώδεις δυσμορφίες. Οι αλλοιώσεις αυτές είναι συχνές σε πολλά ενδοκρινή νοσήματα, όπως τη νόσο του Κούσινγκ, στη λιπογεννητική δυστροφία κ.ά. Ο υ.ι. διαποτίζεται ευκολότατα και πολύ γρήγορα από υγρά και γι’ αυτό στα οιδήματα είναι τόσο φανερή η αύξηση του όγκου του. Στον υ.ι. μπορεί να δημιουργηθούν όγκοι, ή από αυτό τον ίδιο ή από ιστούς οργάνων που περιέχονται σ’ αυτόν. Ο υ.ι. αποτελεί και μια οδό χορήγησης φαρμάκων που χρησιμοποιείται συχνά (υποδερμόκλυση).
Dictionary of Greek. 2013.