υποδόριος ιστός

υποδόριος ιστός
(Ανατ.). Χαλαρός συνδετικός ιστός, που βρίσκεται αμέσως κάτω από το δέρμα σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος. Το πάχος του ποικίλλει ανάλογα με την ανατομική περιοχή, τη δίαιτα, το φύλο και τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων· βρίσκεται γενικά σε μεγάλη ποσότητα στους γλουτούς, στην κοιλιά και στο στήθος, περισσότερο στη γυναίκα παρά στον άντρα. Στον υ.ι. υπάρχουν ειδικά πολυάριθμα λιποκύτταρα συναθροισμένα σε λοβία, που χωρίζονται μεταξύ τους από δέσμες συνδετικού ιστού, οι οποίες σχηματίζουν ένα είδος δικτύου· οι δέσμες αυτές προσφύονται προς την επιφάνεια στη βαθύτερη στοιβάδα του δέρματος και προς το εσωτερικό στις διάφορες μυϊκές περιτονίες. Στον υ.ι. περιέχονται αδένες, αγγεία, νεύρα και μύες, τόσο λείοι όσο και ραβδωτοί. Ανώμαλη κατανομή υ.ι. μπορεί να γίνει από υπερβολική συσσώρευση λίπους σε περιοχές όπου ήδη αφθονεί ή από πραγματικές λιπώδεις δυσμορφίες. Οι αλλοιώσεις αυτές είναι συχνές σε πολλά ενδοκρινή νοσήματα, όπως τη νόσο του Κούσινγκ, στη λιπογεννητική δυστροφία κ.ά. Ο υ.ι. διαποτίζεται ευκολότατα και πολύ γρήγορα από υγρά και γι’ αυτό στα οιδήματα είναι τόσο φανερή η αύξηση του όγκου του. Στον υ.ι. μπορεί να δημιουργηθούν όγκοι, ή από αυτό τον ίδιο ή από ιστούς οργάνων που περιέχονται σ’ αυτόν. Ο υ.ι. αποτελεί και μια οδό χορήγησης φαρμάκων που χρησιμοποιείται συχνά (υποδερμόκλυση).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποδόριος — α, ο, Ν αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα (α. «υποδόριος ιστός» β. «υποδόρια ένεση»). επίρρ... υποδορίως και υποδόρια Ν κάτω από το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + δορά «δέρμα» + κατάλ. ιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ.… …   Dictionary of Greek

  • υποδόριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα (τη δορά), κάτω από την επιδερμίδα, ο υποδερμικός: Υποδόριος ιστός. – Υποδόριες ενέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • δερμοτόμιο — το το εξωτερικό (ραχιαίο) τμήμα τών σωμιτών (αλληλοδιάδοχων τμημάτων τής νωτιαίας χορδής) τού εμβρύου, από το οποίο παράγεται το δέρμα και ο υποδόριος ιστός …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • υπόδερμα — το, Ν 1. ο υποδόριος ιστός 2. ζωολ. α) γένος χονδρών τριχωτών μυγών τής οικογένειας καλλιφορίδες, τών οποίων οι προνύμφες ζουν κάτω από το δέρμα τών βοοειδών β) (σε παλαιότερα ταξινομ. σχήματα) γένος χειρόπτερων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • υποδερμικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα, ο υποδόριος: Υποδερμικός ιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”